Γενικά: Η ποικιλία αυτή είναι αποτέλεσμα προ γράμματος δημιουργίας νέων επιτραπέζιων σταφυλιών με τη μέθοδο της δια σταύρωσης. Δημιουργήθηκε στην Καλιφόρνια με τη διασταύρωση των ποικιλιών Flame Tokay x Ribier. Στην Ελλάδα εισήχθηκε το 1948. Η καλλιέργειά της συνιστάται στους νομούς της Κρήτης, της Πελοποννήσου (πλην Αρκαδίας), της Λάρισας, της Κέρκυρας, της Εύβοιας, της Ζακύνθου και των Κυκλάδων. Επιτρέπεται στους περισσότερους αμπελουργικούς νομούς της χώρας.

Αμπελογραφικά χαρακτηριστικά: Κορυφή νεαρού βλαστού χαλκοπράσινη, μέτρια ανοικτή. Αναπτυγμένο φύλλο μέτριου μεγέθους, κυκλικό έως σφηνοειδές, 5κολπο ή 3κολπο. Έλασμα με βαθύ πράσινο χρώμα, λείο και στις δύο πλευρές. Μισχικός κόλπος σχήματος λύρας ή U. Σταφύλι μεγάλο, κωνικό ή κυλινδρικό, συχνά πτερυγωτό, σχεδόν αραιόραγο. Ράγα μεγάλη έως πολύ μεγάλη σφαιρική. Φλοιός μέτριου πάχους, με λαμπρό ερυθρό-ιώδες χρώμα. Σάρκα ανθεκτική, με δροσερά, ευχάριστη γεύση και ελαφρό άρω μα μοσχάτου. Γίγαρτα 1 έως 2 ανά ράγα.

Ιδιότητες και καλλιεργητική συμπεριφορά: Ποικιλία ζωηρή, πολύ παραγωγική (ο καρποφόρος βλαστός φέρει μέχρι και 4 σταφύλια, συνήθως 3, πολύ πρώιμη. Μορφώνεται σε αμφίπλευρο γραμμικό, με μικρό ύψος κορμού, και δέχεται βραχύ κλάδεμα καρποφορίας. Προσαρμόζεται καλά σε ελαφρά, γόνιμα, δροσερά εδάφη. Αντίθετα, σε ξηρά εδάφη η ποιότητα των σταφυλιών είναι χαμηλή. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στις αμπελοκομικές επεμβάσεις, γιατί είναι ευαίσθητη στην ανισοραγία, τη μικροραγία και στο σχίσιμο του φλοιού από άκαιρα ποτίσματα. Είναι ακόμη ευαίσθητη στο ωίδιο, το μολυσματικό εκφυλισμό και τη φώμοψη. Ανάλογα με την περιοχή, η βιομηχανική ωρίμανση ολοκληρώνεται από το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου.