Περιοχές καλλιέργειας: Πολύ παλιά, γηγενής, ερυθρή ποικιλία, αναφερόμενη ως «Λημνία σταφυλή» στο «Ονομαστικόν» του Πολυδεύκη, κέντρο καλλιέργειας της οποίας υπήρξε η Λήμνος. Σήμερα καλλιεργείται στη Λήμνο, τη Χαλκιδική, τον Έβρο, τη Ροδόπη, την Ξάνθη, την Καβάλα, τις Σέρρες, τη Λάρισα και την Καρδίτσα. Δεν έχει καμία σχέση με την ποικιλία που καλλιεργείται στο θεσσαλικό χώρο με το όνομα Λημνιώνα.

Φυτό: Είναι μέτρια ζωηρό, γόνιμο, παραγωγικό, πολύ ανθεκτικό στην ξηρασία και ης περισσότερες ασθένειες με εξαίρεση τον περονόσπορο. Παρουσιάζει καλή συγγένεια με τα περισσότερα υποκείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, καθώς και με αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα. Διαμορφώνεται σε κύπελλο και γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι (Royat) και δέχεται κλάδεμα κοντό στα 2-3 μάτια. Προσαρμόζεται καλά στα περισσότερα εδάφη, προτιμά όμως εδάφη ξηρικά, άγονα, πετρώδη. Ξεκινά τη βλάστηση το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απρίλη και ωριμάζει μέσα Σεπτέμβρη. Κάθε καρποφόρα κληματίδα φέρνει 2-3 σταφύλια μέτρια, περίπου 250g, κυλινδρικά ως κυλινδροκωνικά, πολύ πυκνόρραγα, που κόβονται πολύ δύσκολα. Οι ράγες είναι συνήθως μέτριες, 2g, δισκοειδείς, με ανομοιόμορφο βαθμό ωρίμανσης, με φλοιό μέτρια παχύ, ερυθρομέλανου χρωματισμού και σάρκα άχρωμη, ανθεκτική, στυφή, όξινη, με ελαφρύ, ιδιαίτερο άρωμα, με 2-3 μέτρια γίγαρτα. Οι ράγες αντιπροσωπεύουν το 95% του βάρους του σταφυλιού και οι φλοιοί μαζί με τα γίγαρτα το 10,2% του βάρους των ραγών.

 Προϊόν: Τ ο Λημνιό δίνει κρασιά σχετικά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, με ελαφρύ ιδιαίτερο άρωμα, μέτριες τανίνες, μέτριο χρώμα και σώμα. Συμμετείχε στην παραγωγή των ονομαστότερων για την ποιότητά τους κρασιών του Αγίου Όρους, όπως ο Μονοξυλίτης Οίνος. Σήμερα, από την ποικιλία αυτή παράγονται τα ερυθρά ξηρά κρασιά Ονομασίας Προελεύσεως «Λήμνος», «Πλαγιές Μελίτωνα» (μαζί με το Cabernet Sauvignon και το Cabernet franc), καθώς και ορισμένοι Τοπικοί’ Οίνοι, σε ανάμειξη με άλλες ποικιλίες (Θρακικός, Ισμαρικός, Μακεδονικός κ.ά.).