Ασπράθηρο, Ασπραθήρι

Περιοχές καλλιέργειας: Παλιά ποικιλία του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, συνιστώμενη και καλλιεργούμενη σήμερα σε αρκετούς νομούς της χώρας, σε μια έκταση που ξεπερνά τα 10.000 στρέμματα.

Φυτό: Είναι πολύ ζωηρό, εύρωστο, γόνιμο, παραγωγικό, ανθεκτικό στις ασθένειες, με εξαίρεση το ωίδιο και το βοτρύτη, μέτρια ανθεκτικό στην ξηρασία. Παρουσιάζει καλή συγγένεια με τα περισσότερα υποκείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν , καθώς και με αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα. Είναι ορθόκλαδη ποικιλία και ευνοεί τη διαμόρφωση σε κύπελλο, δίνει όμως πολύ καλύτερης ποιότητας σταφύλια (όπως και οι περισσότερες ποικιλίες) όταν διαμορφωθεί σε γραμμικό αμφίπλευρο κορδόνι (Royat) και δεχθεί κλάδεμα κοντό στα 2 μάτια. Προσαρμόζεται σε διαφορετικούς τύπους εδαφών προτιμώντας τα ελαφρά, ασβεστώδη ως αργιλασβεστώδη εδάφη. Ξεκινά τη βλάστηση στα τέλη του Μάρτη και ωριμάζει νωρίς, συνήθως το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου. Κάθε καρποφόρα κληματίδα φέρνει 2 σταφύλια, μεγάλα, περίπου 300g, κυλινδροκωνικά, πτερυγωτά, αλλά και διπλά σχεδόν κυλινδρικά, κανονικής πυκνότητας, που κόβονται δύσκολα. Οι ράγες είναι μέσου ως μεγάλου μεγέθους, 2,4g, ωοειδείς, με φλοιό λεπτό πρασινοκίτρινου χρωματισμού και σάρκα γλυκιά, χυμώδη, με 1-3 μέτρια γίγαρτα. Οι ράγες, που αποχωρίζονται εύκολα από τον ποδίσκο, αντιπροσωπεύουν το 95,6% του βάρους του σταφυλιού και οι φλοιοί μαζί με τα γίγαρτα το 9,8% του βάρους των ραγών.

Προϊόν: Το Αθήρι δίνει κρασιά μέτριου αλκοολικού τίτλου, ελαφρά αρωματικά, μικρής όμως οξύτητας, ιδίως όταν ο τρυγητός πραγματοποιείται σε προχωρημένο στάδιο ωρίμανσης. Συμμετέχει στην παραγωγή των λευκών ξηρών κρασιών με Ονομασία Προελεύσεως «Ρόδος», «Σαντορίνη», «Πλαγιές Μελίτωνα», καθώς και αρκετών Τοπικών Οίνων (Λασιθιώτικος, Ηρακλειώτικος, Μακεδονικός, και κοινών Επιτραπέζιων κρασιών.